τοπαρχίας

τοπαρχίας
τοπαρχίᾱς , τοπαρχία
district governed by a
fem acc pl
τοπαρχίᾱς , τοπαρχία
district governed by a
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • мѣстовластвиѥ — МѢСТОВЛАСТВИ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что мѣстовластьѥ: Авгѹстъ... всею землею ѡблада и, мѣ(с)властвi˫а разоривъ. изби ѹбившихъ стры˫а ѥго Иѹли˫а. (τὰς τοπαρχίας) ГА XIII–XIV, 131г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Βεράτι ή Μπεράτι — (Berat). Πόλη (128.410 κάτ. το 2001) της κεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.802 τ. χλμ., 193.855 κάτ. το 2001). Η περιοχή του Β. παράγει καπνό, σταφύλια και λαχανικά καθώς και κτηνοτροφικά προϊόντα. Λειτουργούν επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”